ἀτονῆσαν

ἀτονῆσαν
ἀτονέω
to be relaxed
aor part act neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ατονώ — ησα, ημένος, είμαι άτονος, εξασθενώ, χάνω τη δύναμή μου: Τα μέτρα εναντίον των θορύβων ατόνησαν …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”